Στο προηγούμενο άρθρο μου,  στις 26/2/2017, προσπάθησα να παραθέσω τις  ωμές και αδυσώπητες πραγματικότητες  που επέφερε η μακρόχρονη τουρκική κατοχή του βόρειου τμήματος της Κύπρου και που  αποκαλύπτουν ακριβώς ότι το πρόβλημά μας δεν είναι δικοινοτικό, που θα λυθεί με την εξεύρεση τρόπου   για να διαχειριστούμε τη διακυβέρνηση της Κύπρου μαζί με τους Τουρκοκυπρίους.  Για τους Ελληνοκυπρίους, το πρόβλημα είναι οι σχεδιασμού της Τουρκίας για κατάκτηση όλης της Κύπρου και πως θα αντιμετωπιστούν αυτοί.   

Η Τουρκία στην Κύπρο δεν επιδιώκει ούτε τη διχοτόμηση ούτε τη διπλή ένωση. Την de facto διχοτόμηση την έχει. Δεν της συμφέρει, προς το παρόν, η προσάρτηση των κατεχομένων. Η Τουρκία επιδιώκει, αρχικά,  τον γεωπολιτικό έλεγχο όλης της Κύπρου και, σε εύθετο χρόνο, την κατάκτησή της.  Αυτό είναι το τραγικό κατάντημα του Κυπριακού. Λύσεις που θεωρούνταν το 1964 επάρατες, όπως η διπλή ένωση, μετά την τουρκική εισβολή δεν είναι  επιθυμητές από την Τουρκία. Ο Μπουλέντ Ετσεβίτ, κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στα κατεχόμενα τρεις σχεδόν μήνες μετά την ανακήρυξη της «ΤΔΒΚ» δήλωνε: Εάν η Κύπρος μοιραστεί ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, αν γίνει οποιαδήποτε ενέργεια που θα οδηγούσε σε κάτι τέτοιο, θα φέρουμε με τα ίδια μας τα χέρια την Ελλάδα στα νότιά μας … Θα καθιστούσαμε, με τα ίδια μας τα χέρια, την Ελλάδα μια μεσανατολική χώρα …».

Δυστυχώς, η τουρκική εισβολή και κατοχή δημιούργησαν ασφυκτικά δεδομένα και αδυσώπητες πραγματικότητες, που δεν μπορούν να ανατραπούν πλήρως. Οπωσδήποτε, δεν μπορούν να ανατραπούν με πατριωτικούς πομφόλυγες και εύηχα δημαγωγικά συνθήματα.

Και το μεγάλο ερώτημα που τίθεται και καλείται να το απαντήσει κάθε γνήσιος πατριώτης είναι: πώς μπορεί,  μέσα στα πλαίσια αυτών των αδυσώπητων πραγματικοτήτων, να υπάρξει εφικτή και βιώσιμη λύση που να διασφαλίζει την εθνική και  φυσική επιβίωση του κυπριακού Ελληνισμού στις πατρογονικές του εστίες; Εφικτή λύση είναι μια λύση που θα ικανοποιεί τις τουρκικές απαιτήσεις, όπως αυτή προβλεπόταν στο σχέδιο Ανάν  και αυτή που έχει τις προδιαγραφές της στην κοινή διακήρυξη της  11/2/2014. Δεν είναι, όμως, λύση βιώσιμη για τους λόγους που αναλύθηκαν στο τελευταίο μου άρθρο καθώς και σε προηγούμενα. Βιώσιμη λύση, αναμφισβήτητα, είναι η λύση του ενιαίου κράτος το οποίο θα έχει  συνταγματική δομή αυτήν που έχουν όλα τα δημοκρατικά κράτη της Υφηλίου. Δε είναι, όμως, λύση εφικτή. Η Τουρκία σε καμιά περίπτωση δεν θα δεχτεί να παρακαθίσει σε διαπραγμάτευση μιας τέτοιας λύσης.

Η  διάκριση ανάμεσα στο επιθυμητό και το εφικτό, με άλλα λόγια ανάμεσα σε μαξιμαλιστικούς στόχους και συμβιβαστικές λύσεις, προϋποθέτει γνώση του διεθνούς γεωπολιτικού  περιβάλλοντος, των επιδιώξεων των άλλων καθώς και του συσχετισμού δυνάμεων που υπάρχει. Το πρόβλημα δεν είναι υπόθεση θάρρους και αγωνιστικότητας,  αλλά σωστής ανάγνωσης του συσχετισμού δυνάμεων και επιλογής πολιτικών που κινούνται πιο κοντά στο χώρο του εφικτού παρά στις επιταγές του επιθυμητού. Η ιστορία του  Kυπριακού  μας δίνει ένα κλασικό παράδειγμα ελαττωματικής ανάγνωσης του διεθνούς συσχετισμού δυνάμεων από τις ηγεσίες της Ελλάδας και της Κύπρου. (Για μια εκτενή ανάπτυξη του θέματος, ο αναγνώστης παραπέμπεται σε σχετικό άρθρο μου στον «Φ» της 1/4/2014, που βρίσκεται στον ιστότοπό μου www.nicoscharalambous.org). Προϋποθέτει, επίσης,  την ύπαρξη σοβαρού εθνικού διαλόγου, στον οποίο οι διάφορες πολιτικές ηγεσίες με διαφορετικές απόψεις ανταλλάσσουν επιχειρήματα και όχι ύβρεις. Σοβαρό εθνικό διάλογο σχετικά με τον χειρισμό του εθνικού μας προβλήματος δεν είχαμε ούτε έχουμε στην Κύπρο και τούτο,  έχει να κάνει με την προσπάθεια πολλών να μονοπωλήσουν τον πατριωτισμό, αμφισβητώντας,  έτσι,  τον πατριωτισμό όσων έχουν διαφορετική άποψη. Οπωσδήποτε, τέτοιος διάλογος δεν αναμένεται στους προσεχείς μήνες, ενόψει της προεκλογικής περιόδου, που ουσιαστικά έχει αρχίσει, για τις προεδρικές εκλογές του 2018.

Περαιτέρω,   δεν υπήρξε οποιοσδήποτε σοβαρός στρατηγικός σχεδιασμός κατά τις διαπραγματεύσεις,  με τις πιο πάνω αναγκαίες  προϋποθέσεις, βασιζόμενος σε αντικειμενικά κριτήρια αξιολόγησης της κάθε λύσης,  στη βάση των εθνικών συμφερόντων. Η απόρριψη του σχεδίου Ανάν με το συντριπτικό 76% στο δημοψήφισμα του 2004 και η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μας έδωσε την ευκαιρία να χαράξουμε μια νέα στρατηγική.  Αντί αυτού, η κυπριακή ηγεσία, συνέχισε,  στους νέους κύκλους διαπραγματεύσεων που ακολούθησαν, να συζητά λύση με προδιαγραφές το απορριφθέν σχέδιο. Έτσι, συνεχίστηκε ο εγκλωβισμός της ελληνικής πλευράς σε ένα καταστροφικό διάλογο, για να επαληθεύσει  το κυνικό και πικρόχολο σχόλιο του λόρδου Χάνεϊ μετά την απόρριψη του σχεδίου Ανάν:  «Οι Ελληνοκύπριοι δεν πρέπει να δραπετεύσουν από το σχέδιο Ανάν και δεν θα δραπετεύσουν».

Ο γράφων επανειλημμένα υποστήριξε στην αρθρογραφία του ότι δεν  είναι, ανέφικτη η εξεύρεση μιας βιώσιμης λύσης που θα αποτρέψει την πλήρη πραγμάτωση των τουρκικών σχεδιασμών. Μπορεί να μην είναι εφικτή η πλήρης αποκατάσταση της εδαφικής ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Είναι, όμως, εφικτή η διατήρηση της Κυπριακής Δημοκρατίας ως ενιαίου κράτους, έστω και εδαφικά κολοβωμένου,  που θα λειτουργεί σύμφωνα με τις διεθνώς κρατούσες δημοκρατικές αρχές, όπως λειτουργεί τώρα de facto,  με βάση το δίκαιο της ανάγκης. ΟΙ σκέψεις αυτές του γράφοντος θα αναπτυχθούν σε προσεχές άρθρο.

(Φιλελεύθερος, 5.3.2017)